πλαστουργός

πλαστουργός
ο
δημιουργός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλαστουργός — ο, ΝΜ 1. (ιδίως ως προσωνυμία τού θεού ως δημιουργού τού σύμπαντος) ο πλάστης 2. αυτός που επινοεί ψέματα νεοελλ. ως επίθ. (ποιητ.) δημιουργικός («την πλαστουργό του δύναμη και την αθανασία», Βαλαωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + ουργός (< ἔργον*) …   Dictionary of Greek

  • зижду — сооружаю, воздвигаю . Заимств. из цслав., ср. ст. слав. зиждѫ, зьдати, см. здать. Сюда же зиждитель из цслав., ст. слав. зиждитель πλαστουργός (Супр.) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • πλαστουργία — η, ΝΜ [πλαστουργός] 1. (ιδίως για αγάλματα) έργο πλαστικής τέχνης 2. η πλάση τού ανθρώπου από τον θεό μσν. πλαστογραφία, νόθευση, κιβδηλεία …   Dictionary of Greek

  • συμπλαστουργός — ὁ, Μ συμπλάστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλαστουργός] …   Dictionary of Greek

  • έκσταση — η 1. η απόσπαση του πνεύματος από την κανονική του κατάσταση και η πλήρης απορρόφησή του από μια μόνη εντύπωση, το θάμπος, κατάπληξη. 2. υπερέξαψη των αισθήσεων και της φαντασίας, που συνοδεύεται από παραισθήσεις και ψευδαισθησίες, σε άτομα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”